υπόπλακος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ὑποπλάκιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπόπλακος έχει προέλθει από τη φρ. ὑπό Πλάκῳ «κάτω από το τρωικό όρος Πλάκο» με εσφ. σύνθεση τών δύο λέξεων] … Dictionary of Greek
ὑποπλάκῳ — ὑπόπλακος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)